- δεισία
- δεισία, ἡ,A distribution,
κρεῶν IG22.1356
: cf. [full] δεισιάδα· τὴν μοῖραν, οἱ δὲ διμοιρίαν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρεῶν IG22.1356
: cf. [full] δεισιάδα· τὴν μοῖραν, οἱ δὲ διμοιρίαν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.